- καττυματοποιός
- καττῡματοποιός, ὁ,A cobbler, prob. in Inscr.Délos 363.64 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καττυματοποιός — καττυματοποιός, ὁ (Α) επιδιορθωτής υποδημάτων … Dictionary of Greek